ἐπιλυτικός

From LSJ
Revision as of 19:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλῠτικός Medium diacritics: ἐπιλυτικός Low diacritics: επιλυτικός Capitals: ΕΠΙΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epilytikós Transliteration B: epilytikos Transliteration C: epilytikos Beta Code: e)pilutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A good at solving difficulties, [γραμματικοὶ] οἱ ἐ. καλούμενοι Suid.s.v.Σωσίβιος, cf.Gal.Subf.Emp.12.

German (Pape)

[Seite 959] ή, όν, auflösend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλῠτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς λύσιν δυσκολιῶν, «γραμματικὸς ἦν τῶν ἐπιλυτικῶν καλουμένων» Σουΐδ. ἐν λ. Σωσίβιος.

Greek Monolingual

ἐπιλυτικός, -ή, -όν (Μ)
κατάλληλος για επίλυση, για λύση δυσκολιών.