ἐπικόλλημα
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is glued on, tessellated work, Id.HP4.3.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 951] τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόλλημα: τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
Greek Monolingual
το (Α ἐπικόλλημα)
νεοελλ.
πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς
αρχ.
αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].