ἑνοείδεια
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ἡ, A singleness, Steph.in Rh.318.28.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
unidad, cohesión γέγονέ τε τῷ λόγῳ σύνδεσμος καὶ ἑ. Steph.in Rh.318.27.
Greek Monolingual
ἐνοείδεια, η (Μ) ενοειδής
απλότητα, ενότητα, μοναδικότητα.