ἑλλεβοροποσία
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ἡ, A drinking of hellebore, Hp.Epid.5.83.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Trinken des Nieswurztrankes, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλεβοροποσία: ἡ, τὸ πίνειν ἑλλέβορον, Ἱππ. 1160Β.
Greek Monolingual
ἑλλεβοροποσία, η (Α)
πόση ελλεβόρου για θεραπευτικούς σκοπούς.