ἔγχρυσος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.
German (Pape)
[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.
Spanish (DGE)
-ον
dorado εἰκὼν γραπτὰ ἐν ὅπλῳ ἐνχρύσῳ retrato pintado sobre un escudo dorado, IKyme 19.35 (I a./d.C.)
•con reflejos de oro στολή Philostr.Im.1.22, πρόσοψις del topacio, Agatharch.82.
Greek Monolingual
ἔγχρυσος, -ον (Α)
επιχρυσωμένος, χρυσωμένος
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχρῡσος: золотистый (λίθος ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.).