ἔμβη
From LSJ
English (LSJ)
ἔμβητον, ἐμβήῃ, A v. ἐμβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβη: ἔμβητον, ἐμβήῃ, ἴδε ἐμβαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ind. épq. ao.2 de ἐμβαίνω.
English (Autenrieth)
see ἐμβαίνω.
Spanish (DGE)
v. ἐμβαίνω.
Greek Monotonic
ἔμβη: Επικ. αντί ἐνέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω· ἔμβητον, γʹ δυϊκ.· ἐμβήῃ αντί ἐμβῇ, γʹ ενικ. υποτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβη: эп. 3 л. sing. aor. 2 к ἐμβαίνω.