ἡμιτριβής

Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (τρίβω)    A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729.    II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. α-τριβής, εν-τριβής].