ἡμίτμητος

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίτμητος Medium diacritics: ἡμίτμητος Low diacritics: ημίτμητος Capitals: ΗΜΙΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: hēmítmētos Transliteration B: hēmitmētos Transliteration C: imitmitos Beta Code: h(mi/tmhtos

English (LSJ)

ον, (τέμνω)    A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.

German (Pape)

[Seite 1170] dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίτμητος: -ον, (τέμνω) = ἡμίτομος, Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].