ἰσόδρομος

From LSJ
Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδρομος Medium diacritics: ἰσόδρομος Low diacritics: ισόδρομος Capitals: ΙΣΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: isódromos Transliteration B: isodromos Transliteration C: isodromos Beta Code: i)so/dromos

English (LSJ)

ον,    A keeping pace with, τινι Pl.Ti.38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu.399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.).    II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichlaufend; Plat. Tim. 38 d; Arist. de mund. 6; Dion. Per. 120.

Greek Monolingual

ἰσόδρομος, -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)
1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον
2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» — δρόμος του ίδιου μήκους
β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό-δρομος, νεό-δρομος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόδρομος: и 3
1) бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);
2) равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον μῆκος Anth. бег на одинаковое расстояние.