ἱεροθαλλής

From LSJ
Revision as of 23:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροθαλλής Medium diacritics: ἱεροθαλλής Low diacritics: ιεροθαλλής Capitals: ΙΕΡΟΘΑΛΛΗΣ
Transliteration A: hierothallḗs Transliteration B: hierothallēs Transliteration C: ierothallis Beta Code: i(eroqallh/s

English (LSJ)

ές,    A blooming holily, Orph. H.40.17 (Herm. -θηλής).

German (Pape)

[Seite 1241] ές, heilig sprossend, blühend, Orph. H. 39, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροθαλλής: -ές, ἱερῶς θάλλων, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 17· Ἕρμανν. -θηλής.

Greek Monolingual

ἱεροθαλλής, -ές (Α)
αυτός του οποίου η βλάστηση έχει ιερή προέλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θαλλής (< θάλλω), πρβλ. α-θαλλής, αει-θαλλής].