ἰσόχειλος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον,= foreg., A τῇ γῇ Gp. 12.19.4, cf. 13.15.8.
German (Pape)
[Seite 1268] dasselbe; Geopon. κατόρυξον τοὺς κεράμους ἰσοχείλους τῇ γῇ, bis an den Rand in die Erde graben.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχειλος: -ον, = τῷ προηγ., τινὶ Γεωπ. 12. 19, 4.