ἱππότιλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, (τιλάω) A diarrhoea of horses, Hippiatr.56.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, Durchfall der Pferde, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππότῑλος: ὁ, (τιλάω) διάρροια τῶν ἵππων, Ἱππιατρ. σ. 169.
Greek Monolingual
ἱππότιλος, ὁ (Μ)
διάρροια τών ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τῑλος «υδαρή περιττώματα»].