ἱππότιγρις

From LSJ
Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππότιγρις Medium diacritics: ἱππότιγρις Low diacritics: ιππότιγρις Capitals: ΙΠΠΟΤΙΓΡΙΣ
Transliteration A: hippótigris Transliteration B: hippotigris Transliteration C: ippotigris Beta Code: i(ppo/tigris

English (LSJ)

ιδος, ὁ,    A a large kind of tiger, D.C.77.6; cf. ἵππος v11.

German (Pape)

[Seite 1261] ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππότιγρις: -ιδος, ὁ, εἶδος μεγάλης τίγρεως, Δίων Κ. 77. 6· ἴδε ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππότιγρις, -ἱγριδος, ὁ (Α)
είδος τίγρης με μεγάλο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-σέλινον.