ὀκτάγωνος

From LSJ
Revision as of 00:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάγωνος Medium diacritics: ὀκτάγωνος Low diacritics: οκτάγωνος Capitals: ΟΚΤΑΓΩΝΟΣ
Transliteration A: oktágōnos Transliteration B: oktagōnos Transliteration C: oktagonos Beta Code: o)kta/gwnos

English (LSJ)

ον,    A eight-cornered, Gem.2.15, Nicom.Ar.2.11, Alex. Trall.8.2 :

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον αὐτόθι 623, 3, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και οχτάγωνος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο
μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο
μσν.
1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα στην Κωνσταντινούπολη με οκταγωνικό σχήμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάγωνος
αίθουσα στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης με οκταγωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -γωνος (< γωνία), πρβλ. επτά-γωνος].