ὀκταχῶς
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv. A in eight ways, EM461.15, Simp. in Cat.436.19.
German (Pape)
[Seite 317] auf achterlei Art, E. M. v. θῶ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτᾰχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ ὀκτὼ τρόπους, Ἐτυμολ. Μέγ. 461. 15.
Greek Monolingual
ὀκταχῶς (Α)
επίρρ. με οκτώ τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + επιρρμ. κατάλ. -αχῶς (πρβλ. εξ-αχώς, τετρ-αχώς)].