ὀστοθήκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A receptacle for bones, sarcophagus, Lyc.367, Com.Adesp.329, IPE12.542.3 (Chersonese, i A. D.), CIG2728, 2731 (Stratonicea).
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, Knochenbehälter; Inscr. 2728; Lycophr. 367.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοθήκη: ἡ, τόπος ἐν ᾧ τίθενται ὀστᾶ, ὀστοδοχεῖον, Λυκόφρ. 357, Συλλ. Ἐπιγρ. 2728, 2731, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὀστοθήκη, ἡ (Α)
θήκη οστών, σαρκοφάγος.