ὀροφόω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
A cover with a roof, IG11(2).199 A104 (Delos, iii B. C.), LXX 3 Ki.7.7: pf. part. ὠροφωκώς Ph.Byz.Mir.1.1 ; form into a roof, τοὺς θυρεοὺς ὑπὲρ τῶν σωμάτων J.BJ6.1.3:—Pass., to be roofed, δοκοῖς Plu.2.210e ; φατνώμασι J.BJ5.5.2.
German (Pape)
[Seite 386] mit einem Dache versehen, bedecken, οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς, Plut. apophth. Lac. p. 179.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφόω: καλύπτω δι’ ὀροφῆς, στεγάζω, Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couvrir d’un toit.
Étymologie: ὄροφος.
Russian (Dvoretsky)
ὀροφόω: снабжать крышей, крыть, покрывать (οἰκία δοκοῖς ὠροφωμένη Plut.).