ὀρωρέχαται
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
ὀρωρέχατο, A v. ὀρέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
English (Autenrieth)
see ὀρέγνῦμι.
Greek Monotonic
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρωρέχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ὀρέγω.