ὑπέρεξις
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
εως, ἡ, A a property or quality in excess, Pl.Ti.87e.
German (Pape)
[Seite 1195] εως, ἡ, eine übermäßige Eigenschaft, Plat. Tim. 78 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεξις: -εως, ἡ, ἰδιότης ἢ ἕξις ὑπέρμετρος, Πλάτ. Τίμ. 87Ε.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α ὑπερέχω
υπέρμετρη έξη ή ιδιότητα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρεξις: εως ἡ чрезмерность, избыток, излишек Plat.