ὑποφθείρω

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθείρω Medium diacritics: ὑποφθείρω Low diacritics: υποφθείρω Capitals: ΥΠΟΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: hypophtheírō Transliteration B: hypophtheirō Transliteration C: ypoftheiro Beta Code: u(pofqei/rw

English (LSJ)

   A destroy or corrupt gradually, in Pass., Gal.19.316; πολλῆς ὑποφθειρομένης νεότητος Arg.Lib.Decl.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθείρω: φθείρω, καταστρέφω κατὰ μικρόν, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 4, 22, Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. 74C, κλπ. ― Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι κατὰ μικρόν, ὡς ἀναγινώσκεται ὑπό τινων ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 939, ἀντὶ ὑποφέρομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ΜΑ φθείρω
φθείρω σιγά σιγά
αρχ.
1. διαφθείρω λίγο
2. παθ. ὑποφθείρομαι
(για το στομάχι) είμαι ανακατωμένος.