στροφέω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
A cause the colic (cf. στρόφος ΙΙ), Ar.Pax 175.
German (Pape)
[Seite 956] = στρέφω, trans. und intrans., – bes. Leibschneiden haben, στροφεῖ τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, Ar. Pax 175.
Greek (Liddell-Scott)
στροφέω: ἔχω πόνους κατὰ τὴν γαστέρα, κωλικόπονον (ἴδε στρόφος ΙΙ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 175.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. tourner, rouler;
2 avoir des coliques, des tranchées.
Étymologie: στροφή.
Greek Monotonic
στροφέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω από κολικό του εντέρου (βλ. στρόφος II), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στροφέω:
1) στρόφος 5] страдать резями в животе Arph.;
2) Arph. v. l. = στρέφω.