κυκνάριον

From LSJ
Revision as of 15:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνάριον Medium diacritics: κυκνάριον Low diacritics: κυκνάριον Capitals: ΚΥΚΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kyknárion Transliteration B: kyknarion Transliteration C: kyknarion Beta Code: kukna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of    A κύκνος 111, Aët.7.8, Gal.14.765.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.

Greek Monolingual

κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].