Χημία

From LSJ
Revision as of 19:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χημία Medium diacritics: Χημία Low diacritics: Χημία Capitals: ΧΗΜΙΑ
Transliteration A: Chēmía Transliteration B: Chēmia Transliteration C: CHimia Beta Code: *xhmi/a

English (LSJ)

ἡ, A Black-land. Chemmi, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. Kmt, Copt. <*> 'Egypt'.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η Αίγυπτος, η γη της Αιγύπτου
2. το μαύρο τμήμα του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος της Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), του οποίου η αρχική σημ. είναι «μαύρη χώρα» (πρβλ. αιγυπτιακό Kmm «είμαι μαύρος»)].

Russian (Dvoretsky)

Χημία: ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.