Χημία
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, Black-land, Chemmi, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. Kmt, Copt. <*> 'Egypt'.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η Αίγυπτος, η γη της Αιγύπτου
2. το μαύρο τμήμα του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος της Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), του οποίου η αρχική σημ. είναι «μαύρη χώρα» (πρβλ. αιγυπτιακό Kmm «είμαι μαύρος»)].
Russian (Dvoretsky)
Χημία: ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.