βήσετο
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A v. βαίνω. βησίον, v. βησσίον.
Greek (Liddell-Scott)
βήσετο: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de βαίνω.
English (Autenrieth)
see βαίνω.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek Monotonic
βήσετο: Επικ. αντί ἐβήσατο, Μέσ. αόρ. αʹ του βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βήσετο: и ἐβήσετο эп. aor. med. к βαίνω.