βασιληΐς

Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, pecul. fem. of βασίλειος, A royal, τιμή Il.6.193, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.). 2 = βασίλειᾰ, a queen, Man.1.283, Epigr.Gr.989.3 (Memnon).

German (Pape)

[Seite 437] ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βασῐληΐς: ΐδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ βασίλειος, βασιλικός, τιμὴ Ἰλ. Ζ. 193· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 462, Εὐρ. Ἱππ. 1281. 2)=βασίλειᾰ, βασίλισσα, Μανέθ. 1. 283, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 989. 3, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. fém.
de roi, de reine.
Étymologie: βασιλεύς.

Greek Monotonic

βᾰσῐληΐς: -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του βασίλειος, βασιλικός, αρχοντικός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσῐληΐς: ΐδος adj. f царская, царственная (τιμή Hom., Hes., Eur.).