γαλιδεύς

From LSJ
Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλῐδεύς Medium diacritics: γαλιδεύς Low diacritics: γαλιδεύς Capitals: ΓΑΛΙΔΕΥΣ
Transliteration A: galideús Transliteration B: galideus Transliteration C: galideys Beta Code: galideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A a young weasel, Cratin.265.

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῐδεύς: έως, ὁ, μικρὰ γαλῆ, «γατ(τ)άκι», Κρατῖν. Ὡρ. 19.

Spanish (DGE)

(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ cría de comadreja Cratin.291.

Greek Monolingual

γαλιδεύς, ο (Α)
γατάκι ή μικρό κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) -ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.].