γραμματικεύομαι
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
Dep., A to be a grammarian, AP9.169 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 504] dep. med., Grammatiker sein, die γράμματα lehren, Pallad. 41 (IX, 169).
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτικεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γραμματικός, Ἀνθ. Π. 9. 169.
French (Bailly abrégé)
s’occuper de grammaire ou de littérature.
Étymologie: γραμματικός.
Greek Monotonic
γραμμᾰτικεύομαι: αποθ., είμαι γραμματικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτικεύομαι: изучать литературу, быть грамматиком Anth.
Middle Liddell
Dep. to be a grammarian, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματικεύομαι γραμματικός grammaticus zijn.