δίπλευρος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ον, A with two fronts, Ael.Tact.36.4, Arr.Tact.28.4.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, Ἀρρ. Τακτ. 66.
Spanish (DGE)
-ον
1 milit. de dos frentes τάγμα Ael.Tact.36.4, cf. Arr.Tact.28.4.
2 ret. de doble intención, de doble sentido Donat.Ter.Ad.341.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίπλευρος, -ον)
αυτός που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)].