δίκορσος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
[ῐ], ον, A two-headed, Lex.Rh.ap.Eust.947.28, Hsch.
German (Pape)
[Seite 629] zweiköpfig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δίκορσος: -ον, δικέφαλος, Ρητορ. Λεξικ. παρ’ Εὐστ. 947. 28.
Spanish (DGE)
-ον
de dos cabezas Ael.Dion.δ 24, Hsch., Anecd.Ludw.15.23, Lex.Rhet. en Eust.947.28, App.Anth.7.79.
Greek Monolingual
δίκορσος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρση «κρόταφος, κεφάλι»].