Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, -ον (Α)
άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω.