ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.