άθικτος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἄθικτος, -ον)
παθητ.
1. αυτός που δεν τον άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος
2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος
3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή
νεοελλ.
1. αμεταχείριστος, καινούργιος
2. (με ηθική σημ.) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν
αρχ.
1. αδιάφθορος, αδωροδόκητος
2. αυτός που δεν πρέπει να τον αγγίξει κανείς, ο ιερός
3. αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θικτός, θ. θιγ- (πρβλ. -θίγ-ην) του θιγγάνω.