άμφια
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το)
1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες
2. τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και τών ιερών σκευών
μσν.
η επίσημη αυτοκρατορική στολή
αρχ.
αμφίεσμα, ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. πρόκειται για συνεπτυγμένο τ. του ουσ. ἀμφίεσμα «ένδυμα» ή ἀμφίον < ἀμφί, όπως ἀντίος < ἀντί.