άμφια

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το)
1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες
2. τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και τών ιερών σκευών
μσν.
η επίσημη αυτοκρατορική στολή
αρχ.
αμφίεσμα, ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. πρόκειται για συνεπτυγμένο τ. του ουσ. ἀμφίεσμα «ένδυμα» ή ἀμφίον < ἀμφί, όπως ἀντίος < ἀντί.