άρθρο
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
Greek Monolingual
το (Α ἄρθρον)
1. άρθρωση, σύνδεσμος
2. γραμμ. κλιτὸ μέρος του λόγου που τίθεται πριν από τα πτωτικά
νεοελλ.
1. δεσμός δύο σωμάτων
2. άρθρωση δύο οστών που κινούνται φυσιολογικά
3. κάθε ένα από τα τέσσερα άκρα του ανθρώπινου σώματος
4. μτφ. κάθε μία από τις ειδικές διατάξεις ενός επίσημου εγγράφου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού, συμφωνητικού κ.λπ.), η οποία καθορίζεται από έναν ειδικό αύξοντα αριθμό για ευκολότερη διάκριση από τα άλλα («το άρθρο 10 του νόμου»)
5. δημοσίευμα εφημερίδας ή περιοδικού στο οποίο αναπτύσσεται κάποιο ειδικό θέμα
6. φρ. «κύριο άρθρο» — το άρθρο που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα εφημερίδας και αναφέρεται στα σπουδαιότερα πολιτικά γεγονότα ή ζητήματα της ημέρας
αρχ.
1. η περιφερής κεφαλή του οστού που προσαρμόζεται στην κοτύλη
2. το τμήμα εκείνο του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αρθρώσεις
3. συνεκδ. κάθε μέλος του σώματος
4. μτφ. η διάρθρωση της σκέψης, η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρ- του ρ. αραρίσκω και το πρόσφυμα θρο- (βλ. Frisk 138, Schwyzer 533, Chantraine 374)].