άνθεμον
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
ἄνθεμον, το (Α)
1. άνθος, λουλούδι
2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς
3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος τ. με τον τ. «άν-θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς επίσης και διάφορα φυτά. Ο τ. παρουσιάζει ασυνήθιστη δομή και εμφανίζεται κυρίως στο τεχνικό λεξιλόγιο. Αμφίβολη είναι η ετυμολογία της λ. < (ομηρ. επίθ.) ανθεμόεις, -όεντα (κατά το ηνεμόεντα), απ' όπου το συνθ. επίθ. πολυ-άνθεμος και υποχωρητικά ύστερα ο τ. άνθεμον.
ΠΑΡ. ανθέμιο (-ιον), ανθεμίς
αρχ.
ανθεμώδης, ανθεμωτός.
ΣΥΝΘ. χρυσάνθεμον
αρχ.
Ανθεμόκριτος, ανθε-μόρρυτος, ανθεμουργός].