άθεος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθεος, -ον)
1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού
2. αθεόφοβος, ασεβής
νεοελλ.
1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος
αρχ.
1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία
2. που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη βοήθεια τών θεών
3. επίρρ. ἀθέως
με τρόπο που επισύρει την οργή τών θεών, ασεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θεός.
ΠΑΡ. αθεΐα
αρχ.
ἀθεότης].