άμμα
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Greek Monolingual
ἅμμα, το (Α)
κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος
2. βρόχος, θηλιά
3. σκοινί ή ταινία
4. κάλυκας άνθους
5. κότσος γυναικείας κόμης
6. κρίκος αλυσίδας
7. στον πληθ. τὰ ἅμματα
οι λαβές στην πάλη και τα χέρια του παλαιστή
8. μέτρο μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, δηλαδή 21 περίπου σημερινά μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅπτω.
ΠΑΡ. ἁμματίζω.