οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
ἄζυξ, (-υγος), ο, η, το (AM)
1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον
2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος
3. απομονωμένος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ του ρ. ζεύγνυμι.