αίθριος

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)
1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί την αιθρία
λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά
2. ως επίθ. του Διός
3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)
4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἶθρος αἰθήρ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθριο
νεοελλ.
αιθριότητα.
ΣΥΝΘ. υπαίθριος
αρχ.
αἰθριοκοιτῶ].