αγκλώ
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Greek Monolingual
(-άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ
1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ.
2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να το καθαρίσω
3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις πέτρες
4. σκάβω βαθιά τη γη για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αντλώ, με τροπή του τλ σε κλ, πρβλ. σεῦτλον-σεῦκλον].