αγκλώ

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

(-άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ
1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ.
2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να το καθαρίσω
3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις πέτρες
4. σκάβω βαθιά τη γη για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αντλώ, με τροπή του τλ σε κλ, πρβλ. σεῦτλον-σεῦκλον].