αγκλώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(-άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ
1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ.
2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να το καθαρίσω
3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις πέτρες
4. σκάβω βαθιά τη γη για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αντλώ, με τροπή του τλ σε κλ, πρβλ. σεῦτλον-σεῦκλον].