αγιόκλημα

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

το Βοτ.
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών του γένους Λονικέρα (Lonicera).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιγόκλημα κατά παρετυμολ. προς το επίθ. άγιος].