αγύμναστος

Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγύμναστος, -ον)
1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος
2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής
νεοελλ.
(Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του εκπαίδευση
αρχ.
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο ανενόχλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γυμνάζω.
ΠΑΡ. ἀγυμνασία.