αδελφικός

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

και αδερφικός, -ή, -ό (Α ἀδελφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια
νεοελλ.
αγαπητός σαν αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός.
ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα].