αδελφομοίρι

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

και αδερφομοίρι, το
1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού
2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού
3. (ειδικότερα) το μερίδιο του νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία
4. δίκαιη, ίση διανομή της κληρονομικής περιουσίας ανάμεσα σε αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + μοιρί «μερίδιο».
ΠΑΡ. αδελφομοιράδι].