αδελφομοίρι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
και αδερφομοίρι, το
1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού
2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού
3. (ειδικότερα) το μερίδιο του νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία
4. δίκαιη, ίση διανομή της κληρονομικής περιουσίας ανάμεσα σε αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + μοιρί «μερίδιο».
ΠΑΡ. αδελφομοιράδι].