αιγυπτιολόγος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
ο, η
ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αιγύπτιος + -λόγος < λέγω, πρβλ. γαλλ. egyptologue].