αθώος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀθῷος, -ον, και -ῷος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος
2. ο ανεύθυνος για κάτι
νεοελλ.
αγαθός, αφελής, απονήρευτος
αρχ.
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος
2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν είναι άξιος τιμωρίας
3. αναίτιος, ανεύθυνος για κάτι («ἀθῷος εἰμὶ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»)
4. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, δεν ζημιώνει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἀθῷος < ἀ-θώ-ιος < ἀ- στερητ. + θωὴ «ποινή, τιμωρία» + κατάλ. -ιος αρχική σημ. του ἀθῷος είναι «ο μη άξιος ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη ένοχος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀθῳότης, (νεοελλ. αθωότητα), ἀθῳῶ, νεοελλ. αθωοσύνη].