ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἀγχίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος
2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον
ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + στρέφω.