αγχίστροφος

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ἀγχίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος
2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον
ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + στρέφω.