αινολεχής
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
αἰνολεχὴς (-οῡς), -ὲς (Α)
ο αινόλεκτρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].